- κουδριγάριον
- κουδριγάριον, τὸ (Μ)είδος αλοιφής που χρησιμοποιούσαν οι αρματηλάτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. quadrigarium, ουδ. τού λατ. επιθ. quadrigarius «τεθριππηλατικός» < λατ. quadriga «τέθριππον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.